- μπεκρουλιάζω
- μπεκρούλιασα, μεθώ, μεθοκοπώ: Μπεκρουλιάζει κάθεμέρα στα μπαρ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μπεκρουλιάζω — μπεκρουλιάζω, μπεκρούλιασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μπεκρουλιάζω — κάνω υπερβολική χρήση οινοπνευματωδών ποτών, μπεκρολογώ, μεθοκοπώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπεκρής + υποκορ. κατάλ. ουλιάζω] … Dictionary of Greek
μπεκρολογώ — μπεκρουλιάζω (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεθοκοπώ — άω [μεθοκόπος] πίνω κρασί συχνά και σε μεγάλες ποσότητες, μπεκρουλιάζω («γυρίζει στις ταβέρνες όλη μέρα και μεθοκοπάει») … Dictionary of Greek
μπεκρούλιασμα — το [μπεκρουλιάζω] μεθοκόπημα … Dictionary of Greek
σβανάρω — Ν μεθοκοπώ, μπεκρουλιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. ιταλ. προέλευσης] … Dictionary of Greek
υποκωθωνίζομαι — Α (αποθ.) μεθοκοπώ, μπεκρουλιάζω, σβανάρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κωθωνίζομαι «πίνω πολύ, μεθώ»] … Dictionary of Greek